Kαραμέλες από κάτω
Κυριακή μεσημέρι, στο πατρικό για μαμαδίσιο φαγητό του διμήνου, βροχή πολλή και το μυαλό πια σκεφτόταν που να πατήσει το παπούτσι για να μην μουσκέψει. Πολύ φαϊ, το πιάτο ξαναγέμισε ξανά και ξανά, μια χαμένη οικειότητα ανακάλυψα στην συνήθεια, ανάγκη για την μητρική φροντίδα την δύσκολη μέρα, που υποσυνείδητα είχε γραφτεί μέσα μου τελικά. Ξαπλώνω στο σαλόνι, βλέπω το φως να μπαίνει απ' το μισόκλειστο παράθυρο, αναπολώ βαθιά χαϊδεύοντας μια ξεχασμένη σε μένα ατέλεια που έχει το ξυλόγλυπτο τραπεζάκι στη μέση. Πριν 24 χρόνια το χαμε πάρει, πως πέρασαν όλα, πως είναι τόσο ολοϊδια όλα, η φαντασία του τότε μου παιδιού είχε την αίσθηση ότι όλα μπορούν ν' αλλάξουν και μάλιστα ραγδαία. Τελικά τώρα ξέρω, τίποτα ουσιαστικά.
Πήρα τον δρόμο για το κέντρο και στο τρένο για κέντρο γινόταν συνωστισμός. Συνήθως Κυριακές έβλεπες μόνο μετανάστες σε άδεια βαγόνια να κατεβαίνουν εξουθενωμένοι απ' το μεροκάματο στα βόρεια. Αυτή τη φορά ήταν γεμάτο την κλασσική Ελλάδα των παιδικών χρόνων: την ψιλικατζού, την γειτόνισσα, τον συνταξιούχο, νέα παιδιά που στα λόγια τους τίποτα πολιτικοποιημένο δεν φέρανε, παρά μόνο άνθρωποι που θεώρούσαν καθήκον αυτή την φορά να κατέβουν κι ας έμοιαζε μάταιο.
Η εικόνα λοιπόν στο κέντρο ήταν σαν καθημερινή και ακόμα περισσότερο, τόσο κόσμο δεν έχω ξαναδεί. Εγώ σε λήθαργο απ' το πολύ φαϊ με το ζόρι έπαιρνα τα πόδια μου και πήγα στο γραφείο που είχα και ανειλλημμένη δουλειά. Κάτω απ' το παράθυρο ο κόσμος ανεβοκατέβαινε, εξαντλημένος προσπάθησα κάποια στιγμή να κοιμηθώ αλλά δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος. Ένας φίλος που περνούσε ανέβηκε και μιλήσαμε, έφυγε για να ξαναβρεί την αδερφή του στην πορεία.
Ανήσυχος, βγαίνω στους δρόμους, και από μια στοά πάω να προσεγγίσω στην Σταδίου. Έναν άδειο διαδρόμο με λευκό μάρμαρο που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Φτάνω στην άκρη του, τα δακρυγόνα είναι αποπνικτικά πιο πολύ από ποτέ. Πολύ πιο πολύ. Αρχίζω να τρέχω πίσω την στοά με τα μάτια να νιώθουν να διαλύονται και παράλληλα να βουίζει αστμάτητα η σκέψη "είναι αυτό Δημοκρατία;". Οι άνθρωποι που είδα στο τρένο ήταν απειλή; Γιατί δεν τους αφήνεις να διαδηλώσουν;
Σαν βάση μας θεωρώ έναν λαό που δεν έχει καμμία συνείδηση της θέσης του σαν πολίτη, και έχοντας αυτό σαν βάση λες "ας φτιάξω τον κόσμο μου, δεν γκρεμίζεται αυτό γύρω μου όσο κι αν προσπαθώ". Αλλά για πρώτη φορά ένιωσα ότι βγήκε και διεκδίκησε την αλήθεια του, να όλη την εβδομάδα σκεφτόμουν πως το να χτυπάς και πάλι οικονομικά αυτούς που δεν έχουν για να προστατέψεις τα κομματόσκυλά σου και την ύπαρξή σου είναι τρομερά άτιμο. Ξεπερνά κατά πολύ το εξυπηρετώ τον εαυτό μου, είσαι σε πλήρη συνείδηση βιαστής.
Στην στοά, που δεν θα ξεχάσω τελικά ποτέ, έγινε ένα κλικ. Κατηφόρισα στην Ομόνοια στο ΠΑΜΕ, ο κόσμος απίστευτα πολύς, δεν έφευγε, γεμάτες Σταδίου/Πανεπιστημίου με τα άνω άκρα τους απωθημένα απ' τα ΜΑΤ. Ανέβηκα Πανεπιστημίου, έστριψα Χαριλάου Τρικούπη, η πρώτη μεγάλη φωτιά στο εμπορικό Atrium, ειλικρινά περίμενα να στενοχωρηθώ παραπάνω. Είχα σοκάρει τον εαυτό μου, εγώ που το πρώτο που απεχθάνομαι μακράν είναι η βια, έστεκα απαθής σ’ αυτό που έβλεπα, το ‘χα στοιχειοθετήσει στο μυαλό μου πια σαν επόμενο. Η θέρμη της τόσης φωτιάς από τόσο κοντά που πρώτη φορά ένιωθα έχει μια απίστευτη ένταση. Πιο πάνω από ένα κατάστημα cosmote, βγαίνει κόσμος με κουτιά κινητών στα χέρια. Στην Ακαδημίας φωτιές, στην Εμπορική Τράπεζα με Ιπποκράτους έχει αρπάξει από μέσα και με αλυσοπρίονο πυροσβέστες προσπαθούν ν' κόψουν τα ρολά, γύρω μου νιάτα με καδρόνια να ζουν την στιγμή τους σαν πανηγύρι. Κατέρρεαν φιλήσυχου πολίτη αντιλήψεις μου εκείνο το βράδυ, που φανερά πια ήταν χειρότερο σε καταστροφές απ' το ‘08. Τότε είχα θλιβεί βαθειά απ' τις καταστροφές, τώρα απλά κοίταζα σε ρόλο Πιλάτου.
Κατέβηκα Κοραή η Eurobank σβησμένη, μια μικρή φλογίτσα στην άκρη να μην βρίσκει τίποτα να παρασύρει. Βλέποντας από μακριά τα Starbucks φλεγόμενα, ήλπισα για πρώτη φορά να μην έχει αρπάξει η στοά της Κοραή, έχει μια ωραία κοινωνικότητα αυτό το μέρος, είναι όπως θα πρεπε να 'ναι οι στοές στην πόλη, γεμάτες κόσμο. Ευτυχώς η φωτιά δεν είχε προχωρήσει προς τα μέσα, παρέμενε στο βάθος φωτεινή με σκοτεινές φιγούρες μπροστά κάποιους άντρες να προστατεύουν για τα χειρότερα.
Σταδίου και το κτίριο του “Αττικόν”. Οι φωτιές ήταν θηριώδεις, ανελέητες, δεν άφηναν καμμία πιθανότητα να χει σωθεί οτιδήποτε. Τα περισσότερα συνεργεία εδώ, τίγκα στις κάμερες, επαγγελματιών και ερασιτεχνών που το ζούσαν σαν χάπενινγκ. Κόσμος τριγύρω ανεβοκατέβαινε, κυρίως απ' την Κλαυθμώνος και Καρύτση όπου κάποιον άκουσα να λέει "αυτό βρήκαν να κάψουν; τον ΔΟΛ (στην Λαδά) δεν τον είδαν”.
Το Σύνταγμα απλησίαστο, η δημοκρατία ασφαλώς αποκλεισμένη απ' τους ψηφοφόρους της, Κολοκοτρώνη κόσμος πάρα πολύς όλου του ηλικιακού εύρους σε έξαψη. Ναι, παραδόξως σε μια πόλη που κοιμάται, όλα έμοιαζαν να 'χουν πολύ περισσότερη ζωή. Στην Ερμού ένα ζευγάρι τουριστών φωτογραφίζεται μπροστά στις φλόγες, στο βάθος μας τραβούν οι φωνές μια κοπέλας που βρίζει έναν ενεχυροδανειστή που φυλάει το κατάστημά του στον ημιόροφο, "καλύτερα που μαι άνεργη παρά να κάνω την δουλειά σου" ουρλιάζει.
Ο πολύς κόσμος έχει κατηφορίσει στο Μοναστηράκι, στην ανέγγιχτη συνήθως απ' τις καταστροφές Αθηνάς έχουν φτάσει κι εδώ οι φωτιές, ιδίως σε τράπεζες. Η Κύπρου καίγεται, η Alpha επίσης. Νιώθω ένα άγγιγμα στην πλάτη, χαιρετιόμαστε με μια κοπέλα που γνωριζόμαστε απ' τους ατενιστας, το ασπρισμένο πρόσωπό της μοιάζει πιο όμορφο από ποτέ, το χαμόγελό της πιο ζεστό από ποτέ, αποχαιρετιόμαστε και κρατώ όσο παραπάνω το χέρι της.
Ανέβηκα την Αθηνάς, τα πράγματα ήταν ήρεμα μετά την Ευριπίδου, έβγαλα επιτέλους το κασκόλ και έβαλα εμένα ξανά σε σκέψη: γιατί δεν μ' αναστάτωνε όπως θα περίμενα το κάψιμο; Θα 'ταν ο τρόπος που διέλυσαν το τεράστιο ειρηνικό πλήθος, η κάψα που νιωσα στα μάτια απ' τα βαρύτατα δακρυγόνα που δεν σου αφήνει περιθώρια απ' το να φύγεις ή κυριολεκτικά να πεθάνεις, το απλησίαστο της Βουλής, οι εικόνες στο fb που δείχναν τους βουλευτές να βλέπουν το ΠΑΟ-Ξάνθη και τριγύρω άνθρωποι να τρέχουν στα στενά; Ποια ήταν ήταν η απάντηση;
Έφτασα στην Ομόνοια, το κατάστημα Brazita σπασμένο και όλα τα προιόντα του χάμω, και με ταινίες και χαρτόνια κάποιος του μαγαζιού να κλείνει την είσοδο για να αποφευχθούν τα περαιτέρω. Γυρίζω, ακούω "έλα, έλα" και βλέπω την απάντηση, την τελευταία εικόνα, τέσσερις ανθρώπους από ένα ανοιγμένο, πεταμένο στο πεζοδρόμιο, σακουλάκι, να τρώνε τις καραμέλες από κάτω...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου