
Έκλεισε το διαβόητο hotel Βασιλικόν, καθόλου όνομα και πράμα. Ήταν το τελευταίο ξενοδοχείο μιας περιοχής που στην μεταπολεμική Αθήνα υπήρξε η σεξομάνα της πόλης: ο άξονας της οδού Αθηνάς με τα κόκκινα φωτάκια του Χατζηδάκι, το πεζοδρόμιο που εκδιδόταν ο Ταχτσής, τα τσοντάδικα. Δεν την είχα προλάβει αυτή την γειτονιά έτσι, ο ερχομός του δημαρχείου στα 90ς και τα νέα πεζοδρόμια είχαν αλλάξει μια για πάντα τον δρόμο. Τελευταίο απομεινάρι λοιπόν μέχρι πριν μια βδομάδα, ανέγγιχτο σαν να μην μπορούσε να το ταράξει τίποτα έμενε το Ξενοδοχείο Βασιλικόν, στο δρομάκι του δημαρχείου την Ικτίνου γωνία με την Σωκράτους. Ήταν το περίφημο μελανό σημείο που αναφερόταν πάντα στα μηντια προς κατηγόρια του εκάστοτε Δημάρχου. Και δεν ήταν τυχαίο σημείο, αλλά η εστία που συντήρησε και εξυπηρέτησε την φοβιστική αλλά τόσο λάγνα Σωκράτους των τελευταίων 15 χρόνων.
Η Ικτίνου ούσα ενας πολύ βολικό ένας ζικ ζακ διαδρομος του να βρεθείς από την Πειραιώς στην Aιόλου, πάντα με βόλευε στις δουλειές πολύ, κι έτσι την έχω ζήσει απ’ τα κοντά και μπορώ να διηγηθώ την σύγχρονη ιστορία της.
Στα δικά μου αρχικά λοιπόν, στα 90ς, ήταν ένα ακόμα ξενοδοχείο, όπως αλλά 2-3 της Σοφοκλεους, απάγγιο για τις γερασμένες πόρνες. Ήταν δε ενταγμένο κανονικά σαν κομμάτι της γειτονιάς μέρα-βράδυ, οι τυρέμποροι απέναντι τις ξέρανε και τους μιλούσανε κανονικά, με την ανεκτικότητα του λαϊκού ανθρώπου που αναγνωρίζει τον αγώνα για το μεροκάματο όπως και να ‘ναι αυτός.
Αυτό μέχρι την Ολυμπιάδα, οπότε και έρχονται τα μαύρα κορίτσια που κατακλύζουν όλη την Σωκράτους από Πειραιώς μέχρι Ευριπίδου και ιδίως μπρος στο Βασιλικόν, που χρησίμευε για τις βολικές ξεπέτες κι επικρατούσε ασύλληπτος συνωστισμός. Όποιος τολμούσε να περάσει το στενό γινόταν θήραμα για τις γαζέλες που ορμούσανε όλες μαζί τσιρίζοντας "πάμε-πάμε" (η μεγάλη κλασσική ατάκα) ως τα πολύ αστεία "ψυχή μου", "μάτια μου", "αγάπη μου" που τα λεγαν τόσο μηχανικά που δεν μπορούσες να μην γελάσεις. Και δεν ήταν μόνο το στενό, σε ακτίνα 100 μέτρων αν έπεφτες στην αντίληψή τους πεζός ή με αμάξι θα τρέχανε να σε προλάβουνε. Ως εκ τούτου δεκάδες φορές μου χουν ορμήσει, κι ακόμα και αν δεν γούσταρες τίποτα δεν άλλαζε, γιατί το βλέμμα του νταβατζή απαιτούσε να ορμήσουνε, άλλαζαν δε οι φάτσες τόσο συχνά που δεν υπήρχε καταγεγγραμμένη στη συλλογική μνημή η πληροφορία "άστον, δεν ψήνεται". Ήταν δε τόσο διαχυτικές, απλώνανε τόσο χέρι, που συνέρρέαν οι παππούδες επί τούτου , όχι για να πληρώσουν για σεξ, αλλά για την τσάμπα ηδονή κάποια να τους την πιάσει.
Παράλληλα δεν ξέρω πως τα βρίσκανε με τις επιθετικότατες στο να βρουν πελάτη μαύρες, αλλά υπήρχαν και πολλές τραβεστί, παλιότερα όχι τόσο εντυπωσιακές, πολλά μπούτια, κοιλιές, περιφερειάρες, κι αυτές στο μέσο όρο της γειτονιάς ως τα νέα πρόσφατα μοντέλα των 3 τελευταίων χρόνων κάτι απίστευτα ψηλοκάνες Βουλγαρες και Ρουμάνες τραβεστί, με μια περίεργη αίσθηση του ωραίου, αφού ήταν σκέτες κόκκαλα. Για μια δε, με λεοπαρδαλέ ή ζεμπρέ μίνι που άλλαζε το μαλλί συνέχεια και πάντα με μπέρδευε, είχα γίνει και απωθημένο της, ένα ασταμάτητο πέσιμο σε σημείο ντροπής έως και βαθειάς κούρασης. Εγώ με τα χρόνια έμαθα ότι μη μιλώντας τους τελείως κάποτε ξεκόβουν, όμως εκείνη τον χαβά της κανονικά, με αξέχαστη δε την ατάκα της όταν μπήκε το 09 που μου είπε "φέτος θα σε γλύψω!", κι ευτυχώς δεν επαληθεύτηκε.
Πέρασα προχθές, οπότε και διαπίστωσα το κλείσιμό του, αλλά και πως ήταν και όλα διαφορετικά. Ψυχή τριγύρω, φωνή, μαρσάρισμα κανένα. Μόνο 2-3 γνωστές παλιές, αιωνίως στην Σωκράτους, είχανε απομείνει. Μια κλασσική αλλά ευγενέστατη τραβεστί με το μαλλί της Ραφαέλα Καρρά, κορμί αντρίκειο και τα ανύπαρκτα χείλη βαμμένα και εξωτερικά για να φαίνονται μεγαλύτερα. Είχε χωθεί στην, απρόσιτη γι' αυτήν τα τελευταία χρόνια, είσοδο του Βασιλικόν σαν να μεινε τελευταία και νικήτρια όλων, ενώ στην επιστροφή την είδα να κατουρά όρθια πίσω από μια μαρμάρινη κολώνα. Εντονότερη μνήμη απ’ αυτήν μια φορά που με κυνηγούσε μια μαυρούλα να φωνάζει "Βρε σταματήστε να τους κυνηγάτε!" μια σαφώς πιο ευρωπαϊκή προσέγγιση στο ψώνισμα.
Κι επίσης η άλλη κλασσική της περιοχής που μια φορά ψάχναμε να παρκάρουμε και υπήρχε μια φασαρία. Τη ρωτάμε "τι γίνεται;" και μας απαντά στακάτα: "Της πουτάνας!".
Πρόσφατη ιστορία, 2 γηρασμένες πόρνες που στέκονταν τα πρωινά εκεί κοντά στην εφορία της Αναξαγόρα. Ήταν για 2-3 μήνες αμίλητες, στ' απέναντι πεζοδρόμια, τι να σκεφτόντουσαν όλες εκείνες τις ώρες, πως έβλεπε η μια την άλλη. Το μεροκάματο θα ‘ταν δύσκολο πια γι' αυτές, ήταν πολύ μεγάλες, αλλά και τα 20 ευρώ πολύτιμα και γεννούσαν αυτό τον βωβό ανταγωνισμό. Τελικά νίκησε το ανθρώπινο της επαφής, και εγώ ο ξένος που περνούσε και τις έβλεπε ψυχρά και φευγαλέα, χάρηκε κάπως που τις είδε προχθές να μιλάνε και να σκοτώνουν την ώρα τους μαζί.
Τελος πάντων, ο χρόνος ρίχνει τις νέες του στρώσεις, και το Βασιλικόν είναι πραγματικά το τέλος μιας χαμένης λαϊκής Αθήνας που συνυπήρχαν ο δικηγόρος, και ο αρχιτέκτονας, με τον χασάπη, τον κουλουρτζή, και την πόρνη, αυτό που τόσοι καλλιτέχνες και συγγραφείς στα μέσα του αιώνα αποτύπωσαν σαν αταξική ελληνική ψυχή. Και τώρα που τα βράδια ο δρόμος θα 'ναι σκοτεινός, έρημος, ήσυχος, καθαρός απ' τα "μιάσματα", θα κρατώ στην μνήμη μου αυτήν την αδιάφορη μα τόσο γεμάτη καθημερινότητα των ανθρώπων που δεν έμαθα, που μου άφησαν όμως αυτές τις ιδιαίτερες εικόνες και στιγμές που έχουν τόση ζωή όση δεν θα συναντήσεις ποτέ στην πιλοτή μιας άψογης πολυκατοικίας στα πράσινα έξω.
